- βαρβαριστί
- επίρρ.1) варварски; 2) на непонятном языке; 3) дико, грубо, жестоко
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαρβαριστί — επίρρ. (Α) [βαρβαρίζω] 1. με ξένη, βαρβαρική, γλώσσα 2. με τρόπο που αρμόζει στους βαρβάρους … Dictionary of Greek
βαρβαριστί — in barbarous fashion indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)